- νίτρου
- νίτρονsodium carbonateneut gen sgνιτρόωcleanse withpres imperat act 2nd sgνιτρόωcleanse withimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… … Dictionary of Greek
νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… … Dictionary of Greek
λιτροπώλης — λιτροπώλης, ὁ (Α) πωλητής λίτρου, νίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
νίτρωμα — νίτρωμα, τὸ (Α) [νιτρώ] 1. στακτή κονία, αλισίβα («χαλέρυπον τὸ ῥύμμα τὸ ἀπὸ τοῡ νίτρου γινόμενον, ὅ τινες νίτρωμα λέγουσι», Ησύχ.) 2. πιτυρίδα … Dictionary of Greek
νιτρέλαιον — νιτρέλαιον, τὸ (Α) γαλάκτωμα νίτρου και ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
νιτριώτης — νιτριώτης, ὁ (Α) [νιτρία] φρ. «νιτριώτης νομός» τόπος στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν ορυχεία νίτρου … Dictionary of Greek
νιτροπώλης — νιτροπώλης, ὁ (Α) πωλητής νίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
νιτρωδία — νιτρωδία, ἡ (Α) [νιτρώδης] η θεραπευτική ιδιότητα τού νίτρου … Dictionary of Greek
πυρίτιδα — (μπαρούτι). Στερεή εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται για την εκτόξευση ενός βλήματος από πυροβόλο όπλο, για την προώθηση πολεμικού μηχανήματος κ.ά. * * * η / πυρῑτις, ίτιδος, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «άκαπνη πυρίτιδα» εκρηκτική ύλη από νιτροβάμβακα… … Dictionary of Greek
συμβράσσομαι — ΜΑ και αττ. τ. συμβράττομαι Α μσν. φρ. «καγχασμῷ συμβράττομαι» μτφ. πεθαίνω από τα γέλια, σκάω στα γέλια αρχ. 1. βράζομαι μαζί με κάτι άλλο («ἐμβληθέντος νίτρου συμβρασθέντος», Γαλ.) 2. εκβράζομαι, ξεβράζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βράσσω / ομαι… … Dictionary of Greek